- ἀκανθυλλίς
- ἀκανθ-υλλίς, ίδος, ἡ, Dim. of ἀκανθίς (in form), prob.A goldfinch, Eub.123(dub.), Arist.HA593a13, 616a5, cf. Edict.Diocl.4.34.2 = ἀσφάραγος, Apul.Herb.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθυλλίς — ἀκανθυλλὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα 2. ο ασφάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. υποκοριστ. τής λ. ακανθίς*] … Dictionary of Greek
ἀκανθυλλίς — goldfinch fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδα — ἀκανθυλλίς goldfinch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδας — ἀκανθυλλίς goldfinch fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδες — ἀκανθυλλίς goldfinch fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδι — ἀκανθυλλίς goldfinch fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδος — ἀκανθυλλίς goldfinch fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθυλλίδων — ἀκανθυλλίς goldfinch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARDUELIS — Servio acanthis est, quod spinis et carduis vescitur. Glossae, cardelus, ἀκανθυλλὶς. In Graecorum recentiorum Lexicis eandem ζην´αν et ἀςτραγαλῖνον et τραγωδῖνιν dici reperias; item sie describi, ut rubras in capite pennas, in alis luteas, habeat … Hofmann J. Lexicon universale
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
κνιπολόγος — κνιπολόγος, ὁ (Α) ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῑται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ ιπός + λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος… … Dictionary of Greek